- νοστιμούλης
- α, ικο хорошенький, привлекательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοστιμούλης — α, ικο 1. αρκετά νόστιμος 2. (για πρόσ.) αρκετά ωραίος, αρκετά χαριτωμένος … Dictionary of Greek
νοστιμούλης, -α, -ικο — ο αρκετά νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο ευχάριστος, ο κομψός, ο ωραίος: Νοστιμούλικο μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοστιμούλικος — η, ο νοστιμούλης … Dictionary of Greek
νοστιμούτσικος — η, ο νοστιμούλης … Dictionary of Greek
νοστιμούλικος — η, ο βλ. νοστιμούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοστιμούτσικος — η, ο βλ. νοστιμούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)